Ο Χρήστος Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, Κωνσταντινουπολίτες. Τελείωσε το Βαρβάκειο Λύκειο και στην Kατοχή πήρε μέρος στην Εθνική Aντίσταση με την ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣ. Με την απελευθέρωση πήρε δίπλωμα της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας και δίπλωμα Χημείας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών (1952). Το 1955 εκλέχτηκε γενικός γραμματέας της Ένωσης Ελλήνων Χημικών. Το 1957 προσελήφθη υπάλληλος στο Γενικό Χημείο του Κράτους και αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φυσικών Επιστημών – το 1960, με υποτροφία της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, σπούδασε στο Λέισεστερ της Αγγλίας και επέστρεψε με μεταπτυχιακό δίπλωμα Ραδιοχημείας. Mετατάχθηκε στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών «Δημόκριτος» ως προϊστάμενος του εργαστηρίου Ραδιοχημείας. Το 1965 αναγορεύθηκε υφηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου. Το 1968 εργάστηκε ως κύριος ερευνητής (Senior Research Fellow) στο Imperial College του Λονδίνου και στη συνέχεια, με υποτροφία του Bρετανικού Συμβουλίου, μετεκπαιδεύτηκε στα πυρηνικά κέντρα Xάρβελ της Αγγλίας, Σακλέ της Γαλλίας και Oκ Pιτζ στο Tενεσί των ΗΠΑ. Το 1969 διώχθηκε από το στρατιωτικό καθεστώς, απολύθηκε από τον «Δημόκριτο» και του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα. Το Σεπτέμβρη του 1973 του δόθηκε δικαίωμα εξόδου από τη χώρα. Tότε εργάστηκε ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Mπολόνια της Ιταλίας και στη συνέχεια στο Πολυτεχνείο του Nτάρμσταντ της Γερμανίας.
Στις 30 Δεκεμβρίου 1974 επανήλθε στον «Δημόκριτο», όπου ίδρυσε και διηύθυνε νέα πτέρυγα για την έρευνα και παραγωγή της σειράς των ραδιο-ανοσολογικών-αντιδραστηρίων, RIA, με τα οποία τροφοδοτούνται τα νοσοκομεία για ταχείες διαγνωστικές εξετάσεις των νεογνών, με τις οποίες προλαμβάνεται, έκτοτε, η γέννηση νοητικά υστερημένων παιδιών στην Ελλάδα. Τελειοποίησε τη Θεωρία του για την «Εξαναγκασμένη τυχαιότητα», που εγκρίθηκε από τη Βιοχημική Ακαδημία της Γερμανίας και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Studia Biophysica. Ίδρυσε την Ελληνική Εταιρεία Πυρηνικών Επιστημόνων (πρόεδρος 1964-1981) και εκλέχθηκε μέλος του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Πυρηνικής Εταιρείας (1980). Το 1965 συσπείρωσε δεκαοκτώ επιστημονικούς συλλόγους και ίδρυσε τη Συντονιστική Οργάνωση των Επιστημονικών Συλλόγων. Το 1963 ήρθε σε επαφή με τον Ανδρέα Παπανδρέου και συνεργάστηκαν μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα. Το 1975 εκλέχθηκε στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ, μετείχε στην Εκτελεστική Γραμματεία, υπήρξε και γραμματέας της επιτροπής των Κλαδικών Οργανώσεων Επιστημόνων και Καλλιτεχνών. Το 1978 έγινε μέλος της Συντονιστικής Γραμματείας του ΠΑΣΟΚ και το 1980 γραμματέας της Επιτροπής για την Παγκόσμια Ειρήνη και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΠΕΑΔ). Το 1981 ίδρυσε την ΚΕΑΔΕΑ (Κίνηση για την Ειρήνη, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Εθνική Ανεξαρτησία), της οποίας διετέλεσε πρόεδρος επί μία εικοσαετία – σήμερα επίτιμος πρόεδρός της. Το 1981 παραιτήθηκε από τον «Δημόκριτο» και εκλέχθηκε ευρωβουλευτής. Στο ΕΜΠ παραμένει ως άμισθος καθηγητής. Το 1984 διορίσθηκε πρέσβης εκ προσωπικοτήτων στη Δυτική Ευρώπη (at large) και το 1985 εκλέχθηκε βουλευτής Επικρατείας. Το 1986 ανέλαβε αρχηγός της ελληνικής Κοινοβουλευτικής Ομάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου και εκλέχθηκε αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής του Συνέλευσης. Το 1988 εισήλθε στην κυβέρνηση ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, υπεύθυνος για τους διεθνείς οργανισμούς. Το 1993 συσπείρωσε τριάντα Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις από επτά βαλκανικά κράτη και ίδρυσε την Ομοσπονδία Βαλκανικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (FEBANGO), της οποίας εκλέχθηκε πρόεδρος επί μια δεκαετία. Tο 2000 ίδρυσε την Ελληνική Μη Κυβερνητική Οργάνωση Διαβαλκανική Συνεργασία (ΔΙΣΥ), που προωθεί ανθρωπιστικά και αναπτυξιακά έργα στα Βαλκάνια, και της οποίας είναι πρόεδρος μέχρι σήμερα. Για τους αγώνες του έχει τιμηθεί από διάφορες χώρες με πολλά παράσημα και μετάλλια.
Βιβλιογραφία