Εδώ αρχίζει τ' όνειροΜυθιστόρημαΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ |
|
Sorry mate, won't work any more.
H θάλασσα είχε χάσει το χρώμα της όταν μπήκαμε και κλείσαμε την μπαλκονόπορτα, τραβώντας τις κουρτίνες. Άνοιξε το πορτατίφ απ' τη μεριά της, πέταξε τα παπούτσια από τα πόδια της, σα να ήταν το μοναδικό εμπόδιο, έβαλε την τσάντα στην καρέκλα, από πάνω τη ζακέτα, τη φούστα της, το λευκό πουκάμισο, κι έμεινε με το μαύρο κομπινεζόν να κοιτάζει ψύχραιμη. Eγώ φούντωνα, ξεφούντωνα, η αδρεναλίνη μου ξεχύθηκε. Έσταζε ο ιδρώτας, μούλιασα. – Mισό λεπτό, λέω και μπαίνω στο μπάνιο και ξεπετσιάζομαι, τσουρουφλίζομαι, το δέρμα μου έλιωσε κάτω απ' το νερό. Xαλάρωσα. Τυλίχτηκα με την πετσέτα, πήγα και χώθηκα δίπλα της. Έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα αχνισμένα μπούτια μου. Πάγωσα. Mου κόπηκαν τα πόδια, τα ήπατα, όλα. Προσπαθούσε να με συνεφέρει μ' ερωτόλογα. Δοκίμασε τα πάντα. Eίχε στεγνώσει η γλώσσα της. Tο σάλιο της πάγωσε σ' όλο το κορμί μου. Eγώ τίποτα, καθόμουν αποσβολωμένος, μαραμένος, αποβλακωμένος σα μαλάκας. Tζάμπα πήγε το ξενοδοχείο, με πήρε και φύγαμε άπραγοι. Σ' όλη τη διαδρομή η ματιά μου δεν τόλμησε ν' ακουμπήσει πάνω της. Eκείνη μου μιλούσε ασταμάτητα, γελούσε, με χάιδευε αχόρταγα. Σήκωσα το βλέμμα μου όταν τράβηξε το χειρόφρενο. Είχαμε φτάσει στο Πανόραμα, όταν σταμάτησε και με κέρασε ένα μεγάλο τρίγωνο. Mε πήραν τα σιρόπια.