Ελληνικός θάνατοςΜυθιστορίεςΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ |
|
Sorry mate, won't work any more.
Κι ύστερα ήρθε η Μαρίνα. Ήταν ξανθιά, αμίλητη, ντυνότανε ωραία. Έπιασε το γωνιακό προς τη Σκουζέ. Μου θύμιζε τη Σιλβάνα Παμπανίνι στο έργο με τον Ηρακλή, που το 'χα δει πέντε φορές στο Φαντάζιο. «Άμα μαζέψεις τριάντα φράγκα, εντάξει μαζί της», είπε ο Λαλάκης. Πήγα στη νονά μου, μου τα 'δωσε. Είχα τριάντα φράγκα, αλλά τι εντάξει με τη Μαρίνα; «Άμα μεγαλώσεις», λέει ο Λαλάκης. «Πόσο είσαι τώρα;» «Έξι». «Θες πολύ ακόμη. Δώσ' τα μου εμένα και σ' τα δίνω τότε». «Κι η Μαρίνα;» «Θα της πω να περιμένει». Πήρε ο Λαλάκης τα τριάντα φράγκα, εντάξει αυτός με τη Μαρίνα, έφυγε στους έξι μήνες η Μαρίνα μ' ένα μπαλέτο για τη Βηρυτό, να κλάμα εγώ. «Όχι για τα τριάντα φράγκα. Για τη Μαρίνα. Ώχου το αγόρι μου, που μικρό μικρό τσιμπήθηκε», με παρηγόρησε η νονά μου και με κέρασε βανίλια στου Κοψαύτη και μου 'πε να κοιτάς ψηλά. Όχι μάντρες και αηδίες. Μα εγώ διάβαινα συνέχεια τη μαγική πόρτα μετά του Καρκαζή κι ήμουν εκεί στο γάμο της Αθανασίας, εκεί όταν σφάξανε το Χρήστο, εκεί όταν στρίμωξε ο Σπληνάκιας το γιο της Αντριάνας και του το 'κανε στο πλυσταριό, εκεί όταν ήρθε νταμπλάς στην Κοντύλω, εκεί όταν πάθανε τραχώματα τα παιδιά της Βαρβάρας, εκεί όταν έπεσε θανατικό κι άρχισε ν' αδειάζει η Περικλέους.