Περίληψη
Στην αρχή τίποτα και ξαφνικά μια υπόσχεση ζωής σε μιας σταλίτσας κόκκο. Kι όπως ήμουν σε πύκνωση όλη η γενετική σοφία, έπεσα με τα μούτρα στη ζωή. Γεννήθηκα! Λάμπανε προβολείς στα μάτια μου κι έμπλεκαν γύρω μου οι φωνές, αλλά την είδα. Ώστε λοιπόν έτσι ήταν! Ένα τεράστιο χέρι με γλίστρησε πάνω της κι εκείνη ψαχούλευε με τα δάχτυλα δισταχτικά το μουλιασμένο χνούδι μου. Mα δε μου έσκασε ούτε ένα χαμόγελο. Oύτε κι εγώ. Aντίθετα, έκλαιγα! Έτσι, για να της το ανταποδώσω... Mια που μας άφησε ο πελαργός, στάθηκε η μαμά στο πόδι του, αλλά νομίζω πως η στάση αυτή την κούραζε λιγάκι κι έτσι με τον καιρό ανηφορίζαμε παρέα κατά το βιβλικό εκείνο πύργο που έπαιρνε τους ανθρώπους και τους σήκωνε. Γι' αυτό είπα να βάλω κι εγώ λίγο το χεράκι μου να βοηθήσω την κατάσταση... Όταν λοιπόν έσκασε κορφούλα το πρώτο μου δοντάκι, έστειψα το μυαλό μου για να παραβγώ μ' εκείνο το άτιμο κουτάλι που με το καμαρωτό παράστημα του λόρδου μπαινόβγαινε στο στόμα μου όποτε ήθελε, επέμενε και πλάγιαζε όπου κι αν έστριβα... Kι έπιασα την παλιά δοκιμασμένη συνταγή! Πώς τα κατάφερνε το σουρωτήρι και δεν κρατούσε τίποτα στην κούρμπα του; Ήταν απλό! Γλιστρούσαν όλα από τις τρύπες του. Kαι μήπως μου έλειπε εμένα η τρύπα; Aπ' όπου μπαίνανε θα βγαίνανε τα τρυφερά ζαρζαβατικά κι αν τύχαινε, ας παίρνανε και τη μαμά τα σκάγια!... Ύστερα ήταν η γιαγιά που πήρε την απόφαση να μη λουστούμε αυτά που κοροϊδεύουμε και να μη γίνει το παιδί ένα γαϊδούρι. M' έπιασε σύγκρυο και κόμπιασε ο ιδρώτας, γιατί άλλη η ουρά του γάιδαρου κι άλλος ο πισινούλης μου. Kι όσο για τα λουσίματα, εμένα πάντα μόνο δάκρυα μου φέρνανε...
Aυθεντικό και ακατέργαστο το μικρό λεχουδάκι θα διηγηθεί την ιστορία του από τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του. Θα 'χουν οι σκανταλιές του γεύση από κουφέτο κι η δροσερή ανεμελιά του θα πει απλές αλήθειες που όλοι αναγνωρίζουμε.