Περίληψη
«Με λένε Δημήτρη. Αυτό όμως το έμαθα αργότερα, μετά τα δώδεκά μου, όταν ήρθα στην Αθήνα. Μικρός είχα προβλήματα. Ο πατέρας μου με φώναζε Μήτσο, ο θείος ο Ντίνος Δήμο, ο αδερφός μου ο Γιώργης Μήτρο, τ' άλλα μου αδέρφια και οι συμμαθητές μου Δημητριέ ή Δημητριό και σπανιότερα κάποιοι Μίμη ή Δημητράκη, η μητέρα Δημητρίξινο –και θα εξηγήσω πιο κάτω γιατί. »- Πώς σε λένε, παιδάκι μου (ή ρε); με ρωτούσαν, κι εγώ δεν ήξερα ποιο απ' όλα να πω.»– Με λένε Δημητριό, έλεγα το πιο συχνό κι αγανακτούσα που δεν είχα ένα πιο βολικό όνομα, όπως τ' άλλα μου τ' αδέρφια: Παρασκευή, Βασίλης, Γιώργης, Κυριάκος, Νίκος, Ευγενία, Τάκης, Αλέκος – οχτώ, αν τα μετρήσατε, κι ένα εγώ εννέα κι ένα που πέθανε μικρό δέκα. Aν ήμασταν δύο ακόμα, το δωδέκατο θα το βάφτιζε η βασίλισσα – και τότε ποιος τη χάρη μας. Μόνο η μητέρα μάς παραμόρφωνε τα ονόματα προσθέτοντας ένα -ξινο στο τέλος. Έτσι εγώ ήμουν ο Δημητρίξινος, ο Τάκης ο Τάξινος, ο Αλέκος ο Αλέξινος – για να σταθώ σ' εμάς τα τρία τελευταία, γιατί κατά τριάδες μεγαλώναμε, άντε και στην Ευγενία ή Ευγενίξινο, λίγο μεγαλύτερή μας, που η μητέρα την άφηνε να μας προσέχει όταν έφευγε, κι όποιος τα 'χε καλά μαζί της μπορούσε να κάνει καλά και τ' άλλα».
Αρχές του '50, σ' ένα μικρό χωριό, που θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε ελληνικό χωριό. Ο Εμφύλιος έχει τελειώσει, αλλά η βία εξακολουθεί να κυριαρχεί σε μια κοινωνία όπου η ράβδος θεωρείται το αποτελεσματικότερο μέσο επιβολής των ισχυρών στους αδύναμους – μεγάλους και μικρούς. Μια σειρά από εικόνες της σκληρής εκείνης εποχής μέσα από τα μάτια ενός δωδεκάχρονου παιδιού – απ' όπου δε λείπει η τρυφερότητα και το χιούμορ. Σε νέα ξαναδουλεμένη έκδοση, ενισχυμένη με την εικονογράφηση του Δήμου Σκουλάκη.