Γεννήθηκα το 1930 και έζησα τα παιδικά μου χρόνια σε μια Αθήνα καλοκαιρινή, γεμάτη φλεγόμενα μεσημέρια, κίτρινη, άνυδρη, επικίνδυνη, φτωχική, ελληνοκεντρική, φασιστική. Από τα δέκα μου χρόνια μέχρι τα δεκαπέντε, έζησα τον πόλεμο, τη γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο, την απεγνωσμένη προσπάθεια επιβίωσης μέσα σε έναν κόσμο νεκρών, ανάπηρων, εξαθλιωμένων, ανήθικων, ταπεινωμένων ζητιάνων, προδοτών αλλά και περήφανων παραστρατημένων κομμουνιστών αγωνιστών. Από τα δεκατέσσερα μέχρι τα δεκαοχτώ μου δούλεψα σαν σκλάβος, βοηθός σπουδαίων μαστόρων στα ντεκόρ των κινηματογράφων.
Στα δεκαοχτώ μπήκα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου για έξι χρόνια διδάχτηκα μια τυπική ακαδημαϊκή τέχνη, χωρίς καλλιτεχνικές εξάρσεις, και κάτω από άθλιες οικονομικές συνθήκες. Γνώρισα όμως τον έρωτα και τη φιλία και τα υπερασπίστηκα με απέραντο ενθουσιασμό και πάθος.
Στα είκοσι τέσσερα πήγα στρατιώτης κι έτσι έχασα δύο χρόνια, από τα καλύτερα της ζωής μου. Σ’ αυτά τα χαμένα χρόνια όμως, έκανα δυο τρία θαυμάσια έργα ζωγραφικής, έμαθα ιταλικά και κέρδισα μια τρίχρονη κρατική υποτροφία, που μου επέτρεψε να φύγω από την Ελλάδα ως πολιτιστικός μετανάστης.
Το 1957 παντρεύτηκα μια ενδιαφέρουσα και ωραία γυναίκα, τη Φάνια Καπλανίδου, που ήταν πολύ πιο ανεπτυγμένη ακαδημαϊκά και κοινωνικά από εμένα και που της χρωστάω πολλά, γιατί, μέχρι το θάνατό της το 1968, με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου και μου χάρισε τη μοναδική μας κόρη, τη συνέχεια δηλαδή της υλικής μου οντότητας.
Για έντεκα χρόνια ζήσαμε μαζί το θαύμα της Ρώμης και του Παρισιού. Εκεί όμως, γύρω στο 1964-1965, κάτι μέσα μου άλλαξε χωρίς να μπορώ να το προσδιορίσω (ίσως οι πατρικές μου ευθύνες;), και ενώ μέχρι τότε όλα για μένα στη ζωή και την τέχνη ήταν συμπτωματικά και αυθόρμητα, μετατράπηκαν έξαφνα σε συνειδητά και ηθελημένα. Άρχισα να ελέγχω τα αισθήματά μου, τις επιθυμίες μου, το έργο μου.
Και τότε απρόσμενα ήρθε η επιτυχία. Μια επιτυχία που τη χρωστάω στoν Μάικλ και στην Ιλεάνα Σονάμπεντ, αλλά και σε κάποιους ακόμα εμπόρους τέχνης που πίστεψαν σ’ εμένα. Το Βέλγιο, η Ιταλία και η Γερμανία με στήριξαν και άρχισαν να αγοράζουν έργα μου, να γράφουν για μένα, να οργανώνουν εκθέσεις, να γίνονται φίλοι μου. Οι Γάλλοι, αντίθετα, ήταν επιφυλακτικοί απέναντί μου. Από τον απέραντο κόσμο της τέχνης στο Παρίσι, δύο φίλους μόνο έκανα. Τον Ζοζέ Πιερ, στην αρχή της καριέρας μου, και αργότερα τον Πιερ Ρεστανί. Οι άλλοι, απλές γνωριμίες.
Το 1971 φεύγω για το Βερολίνο, όπου έζησα, δούλεψα και εξέθεσα για δεκαοχτώ μήνες μέσα σε μια άλλη πραγματικότητα. Το 1971-1972 ζήσαμε με την Ελένη (τον ώριμο έρωτα της ζωής μου και συνεργάτη στο έργο μου) και τη Μάγια, την κόρη μου, σαν οικογένεια πια, στο Βερολίνο, με υποτροφία της DAAD.
Όταν επέστρεψα στο Παρίσι, μπήκε στη ζωή μου ο Αλέξανδρος Ιόλας, αυτό το μοιραίο για τη διεθνή μου καριέρα πρόσωπο, που βγήκε από τη ζωή μου το 1986, λίγο πριν το θάνατό του.
Το 1973 η Ελένη και η Μάγια γύρισαν στην Αθήνα, κι εγώ, για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, ζούσα μεταξύ Παρισιού και Αθήνας, αμελώντας σταδιακά τη διεθνή μου παρουσία και τονίζοντας την παρουσία μου στην Ελλάδα.
Λάθος; Από μια άποψη, σίγουρα ναι. Από μια άλλη όμως, ίσως όχι. Τι θα είχα κάνει ζώντας αιώνια εξόριστος στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη; Και τι έκανα, αλήθεια, στην Ελλάδα, ανάμεσα σε πραγματικούς φίλους και εχθρούς; Αυτό το ερώτημα δεν θα απαντηθεί ποτέ και πάντα θα με βασανίζει. Από το 1985 μέχρι τώρα, δηλαδή από όταν ξαναγύρισα οριστικά στην Ελλάδα, έκανα έργα πολλά. Άλλα καλά, άλλα μέτρια, άλλα κακά. Ανάμεσά τους καμιά εικοσαριά που έχουν αναλάβει την ευθύνη να διασώσουν το όνομά μου και, θέλω να πιστεύω, την ελληνική συμμετοχή στην παγκόσμια τέχνη των χρόνων που έζησα και που ζω.
Έρχεται όμως μια ώρα που το σήμερα δεν σε χωράει πια, ή δεν σε θέλει, και οι εικόνες του εναλλάσσονται τόσο γρήγορα, που δεν προλαβαίνεις να τις καταγράψεις και να τις επεξεργαστείς. Μόνο το χθες μοιάζει ακίνητο, και σου επιτρέπει, έτσι, να γυρίσεις και να το δεις, να το κατανοήσεις και να δουλέψεις επάνω του, με τον κίνδυνο όμως να μετατραπείς, σαν άλλη Σάρρα, σε στήλη άλατος. Ίσως και το αύριο να σου δίνει κάποιο χρόνο παρατήρησης, μέχρι να πέσει πάνω σου σαν χιονοστιβάδα και να σε παρασύρει, θάβοντάς σε. Κάποτε, το σήμερα γίνεσαι εσύ, ή νομίζεις πως γίνεσαι. Κι έτσι εξασφαλίζεις μια θέση στο παρελθόν, μετατρεπόμενος από έναν ζώντα οργανισμό σε ένα ενδεικτικό τόξο, συνήθως παραπλανητικό, άρα ελπιδοφόρο. Γιατί κάθε σωστή πρόβλεψη σκοτώνει το απροσδόκητο. Από την τέχνη όμως, μόνο και πάντα, το απροσδόκητο δεν προσδοκούμε;
Το 2010 άνοιξε στην Τήνο το μουσείο που φέρει το όνομά μου. Εκεί οργανώνουμε (με τη Χρυσάνθη Κουτσουράκη, που το διευθύνει) και εκθέτουμε κάθε χρόνο και μια άλλη περίοδο της δουλειάς μου, πράγμα που με βοηθάει στην αυτογνωσία και με φέρνει σε επαφή με ένα διαφορετικό κοινό που δεν το είχα μέχρι τώρα γνωρίσει. Ανθρώπους δηλαδή για τους οποίους η τέχνη είναι ή μια σπάνια πολυτέλεια ή κάτι που δεν τους αφορά, ή τουλάχιστον δεν τους αφορούσε. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι συγκινούνται κάποτε από τα έργα μου και τα γραφόμενά μου και δεν διστάζουν να το πουν και να το δείξουν.
Βιβλιογραφία