Ο πεζογράφος Θέμος Κορνάρος (1906-1970) γεννήθηκε στη Σίββα της Μεσσαράς. Έζησε στην Κρήτη τα πρώτα του χρόνια, αλλά λόγω οικονομικών προβλημάτων αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει νωρίς, για να ταξιδέψει σε πολλά μέρη ασχολούμενος με διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Εντάχθηκε στην Αριστερά, και την περίοδο της Κατοχής συνελήφθη, βασανίστηκε από την Γκεστάπο και κλείστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Στον Εμφύλιο υπέστη νέες διώξεις και εξορίστηκε. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1929 με το πεζογράφημα Έρωτας ή αναιστησία, το οποίο όμως ήταν σιωπηρά αποκηρυγμένο, γι’ αυτό και ως αρχή του έργου του θεωρείται το 1933, με την έκδοση του Αγίου Όρους και της Σπιναλόγκας. Στα πεζογραφήματά του ο Κορνάρος συνδύαζε πολύ συχνά τη μαρτυρία με την καταγγελία, ακολουθώντας έτσι ένα υβριδικό είδος πεζογραφίας με έντονο στρατευμένο και πολεμικό χαρακτήρα. Εκτός αυτών δημοσίευσε ταξιδιωτικά κείμενα από επισκέψεις του στη Σοβιετική Ένωση, την Ελβετία, την Ιταλία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία (Οδός Προμηθέως), καθώς και από τη Λαϊκή Κίνα (Γη της Ανάστασης). Επίσης ανθολόγησε διηγήματα αντιστασιακών συγγραφέων σε δύο τόμους, με τους τίτλους Θυσίες και δάφνες του ελληνικού λαού και Αρματωμένη Ελλάδα. Άλλα έργα του: Ο αλήτης, Καλοί και κακοί, Aγύρτες και κλέφτες στην εξουσία, Δεν θα πεθάνουμε, Ο δαίμονας, Στρατόπεδο του Χαϊδαριού, Με τα παιδιά της θύελλας, Στάχτες και φοίνικες κ.ά.