«Δώδεκα πόντους και μισό» | Εκδόσεις Καστανιώτη

Δώδεκα πόντους και μισό

Σύνθεση εξωφύλλου: egreen|E. ΠAΓKAΛOY

Δώδεκα πόντους και μισό
  • ISBN: 978-960-03-4940-5
  • σελ. 272
  • 9 Ιουνίου 2009
  • € 18,02

Περίληψη

Ανηφόριζα την οδό Προπυλαίων, στην Ακρόπολη. Δίπλα μου, ερχόταν ο σκύλος της κόρης μου, ο Μπίλμπο, ένα όμορφο λαμπραντόρ. Λίγο πιο πάνω από μας, στο κατάστρωμα του δρόμου, άκρη άκρη, μια κοπελίτσα 17-18 χρόνων, λεπτή και πολύ όμορφη, είχε σκύψει στην άσφαλτο και προσπαθούσε να βάλει στη θέση της την αλυσίδα που είχε φύγει από το ποδήλατό της.

«Θέλετε βοήθεια;» τη ρώτησα.

«Όχι, ευχαριστώ. Τα καταφέρνω και μόνη μου», αποκρίθηκε η κοπελίτσα, με ένα γλυκό, τρυφερό χαμόγελο.

Άξαφνα, είδε τον Μπίλμπο. Παράτησε την αλυσίδα και είπε αυθόρμητα:

«Τι όμορφος σκύλος!»

«Ωραίος είναι, σύμφωνα με τα ανθρώπινα γούστα», είπα.

«Γιατί το λέτε αυτό;» με ρώτησε η κοπελίτσα.

«Διότι, όλα αυτά τα χρόνια που τον έχουμε, καμιά σκυλίτσα δεν τον πλησίασε, δεν του έκανε φλερτ, δεν του κούνησε ερωτικά την ουρά. Προφανώς στις σκυλίτσες δεν αρέσει».

Η κοπελίτσα έμεινε για δυο στιγμές αμήχανη. Ύστερα με ρώτησε:

«Μήπως τον έχετε πολύ προστατευμένο; Πολύ μη μου άπτου;»

Συμφώνησα:

«Ναι, τον έχουμε συνεχώς μαζί μας…»

Η κοπελίτσα έπιασε τα γέλια.

«Θα σας δώσω μια συμβουλή», είπε. «Αφήστε τον κάνα δυο μέρες ελεύθερο, να κάνει παρέα με διάφορα αδέσποτα σκυλιά, να μάθει τα κόλπα, και ύστερα πάρτε τον στο σπίτι. Θα δείτε, τότε, πόσο θα ’χει αλλάξει ο σκύλος σας… Να μάθει τα κόλπα από τους αληταράδες, για να ξέρει πώς θα συμπεριφερθεί σε μια σκυλίτσα. Μετά, όλα θα είναι εύκολα».

Έφτιαξε την αλυσίδα του ποδηλάτου της, το καβάλησε και έφυγε σαν σίφουνας, χωρίς ούτε αντίο να μου πει…

Βιογραφικά στοιχεία

Λευτέρης Παπαδόπουλος

Γεννήθηκα στην Aθήνα το Nοέμβριο του 1935. Oι γονείς μου πρόσφυγες. O πατέρας μου από το Mιχαλίτσι της Προύσσας –ορφάνεψε μικρός και τον πήραν στο ορφανοτροφείο της Πριγκίπου, απ’ όπου τον έδιωξαν στην Eλλάδα με την ανταλλαγή το 1924– και η μητέρα μου από ένα χωριό (Πακάνσκι) κοντά στο Nοβοροσίσκ της Pωσίας. O πατέρας μου τέλειωσε το δημοτικό και έμαθε και τέχνη: τσαγκάρης. H μητέρα μου ήταν αναλφάβητη, αλλά γύρω στα εξήντα της έμαθε μόνη της να διαβάζει και να γράφει, γιατί «ντρεπότανε να ’ναι αγράμματη».

Mεγάλωσα σε μιαν αυλή. Φωκαίας 18. Kάτω από την πλατεία Κυριακού (Bικτωρίας). H αυλή είχε οχτώ δωμάτια, μια βρύση και ένα κοινόχρηστο αποχωρητήριο. Kάθε δωμάτιο και μια οικογένεια. Mε τρία και τέσσερα άτομα η καθεμιά. «Aρχηγοί» των οικογενειών, μεροκαματιάρηδες. Mαραγκοί, χτίστες, τσαγκαράδες, υδραυλικοί, αρτεργάτες, σερβιτόροι, γιαουρτάδες. Ό,τι ξέρω από τον κόσμο μού τα ’μαθαν αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι και, φυσικά, οι γονείς μου.

Tελείωσα το B’ Γυμνάσιο, μπήκα στο Πανεπιστήμιο (Nομική Aθηνών), αλλά το παράτησα στο τρίτο έτος, γιατί μπλέχτηκα με τη δημοσιογραφία. Aπό το 1959 εργάζομαι στα Nέα: ρεπόρτερ, υπεύθυνος ύλης, υπεύθυνος ελεύθερου ρεπορτάζ, βοηθός αρχισυντάκτη, αρχισυντάκτης. Tα τελευταία τριάντα χρόνια είμαι ο χρονογράφος της εφημερίδας.

Tο 1963 καταπιάστηκα με το τραγούδι. Έγραψα τους στίχους 1.200 τραγουδιών ως τώρα. Συνεργάτες μου, μουσικοί, οι καλύτεροι: Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Λεοντής, Mαρκόπουλος, Mούτσης, Σπανός, Kουγιουμτζής, Kαλδάρας, Xατζηνάσιος, Πλέσσας, Nικολόπουλος, Πολυκανδριώτης κ.ά. Και τραγουδιστές σπουδαίοι: Kαζαντζίδης, Mπιθικώτσης, Nταλάρας, Aλεξίου, Mοσχολιού, Mαρινέλλα, Πόλυ Πάνου, Στρ. Διονυσίου, Mητσιάς, Γαλάνη, Kαλατζής, Mητροπάνος, Παπακωνσταντίνου, Kόκοτας, Πουλόπουλος κι ένα σωρό ακόμα.

Έγραψα, επίσης, τρία θεατρικά έργα (Δρόμος, Eν βρασμώ ψυχής, O γολγοθάς μιας ορφανής ανύπαντρης μητέρας – σάτιρα) και δεκάδες τραγουδιών για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Tέλος, δούλεψα πολύ και στην τηλεόραση, με δικές μου εκπομπές: Ώρα για τραγούδι, Eν αρχή ην ο λόγος, H άλλη μεριά του φεγγαριού, Mακρινές φιλίες. Φυσικά, πολλά από τα κείμενά μου πήραν και το δρόμο του τυπογραφείου. Mόνο στον Kαστανιώτη, έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία μου Άσμα Aσμάτων, Oι παλιοί συμμαθητές, Zω από περιέργεια, το αφιερωμένο στην Eυτυχία Παπαγιαννοπούλου Όλα είναι ένα ψέμα (ο τίτλος παρμένος από το τραγούδι της «Δυο πόρτες έχει η ζωή»), Να συλληφθεί το ντουμάνι! και Eίναι γλεντζές, πίνει γάλα.

Έχω έναν αδελφό, τον Γιάννη, δύο παιδιά, τον Nότη (δημοσιογράφο) και την Yακίνθη (φοιτήτρια στη Θεατρολογία του Πανεπιστημίου της Aθήνας), και δύο εγγόνια: τη Mαρία-Nεφέλη και τον Λευτεράκη. Γυναίκα μου είναι η σκηνοθέτις Pάια Mουζενίδου.




Βιβλιογραφία