Περίληψη
Μια φορά κι έναν καιρό μπορεί να είχαν και οι άνθρωποι ουρά, γιατί άκουγα πολλές φορές τους μεγάλους να λένε «Πονάει η ουρά μου», «Με χτύπησε στην ουρά», αλλά τη δική μου δεν την είδα ποτέ, όσο και να έψαχνα στον καθρέφτη. Το λέω αυτό γιατί μου φαίνεται παράξενο να έχουν ουρά τα πράγματα και να μην έχει ο ίδιος ο άνθρωπος που τα φτιάχνει. Μπορεί όμως να φοβάται πως, έτσι κι αποκτήσει κάτι τέτοιο, θα γίνει αυτός ζώο, τώρα που τα έχει εξοντώσει όλα κι έχει κρατήσει μερικά σε μάντρες για να ξεγελάει τα παιδάκια. Άλλωστε ποτέ δε συμπάθησε τις ουρές, εκτός κι αν επρόκειτο για «Λεφτά με ουρά», «Παράδες με ουρά», «Λίρες με ουρά». Κανείς δεν έδωσε σημασία στο άλλο, που έλεγε «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά».
Συνήθως κοιμάμαι νωρίς και συνήθως με ξυπνάει γύρω στις τέσσερις κάποιο όνειρο, που ώσπου να το εξηγήσω δε σηκώνομαι από το κρεβάτι. Σκάλιζα σήμερα το μυαλό μου απορημένος μ’ αυτό που πέρασε από πάνω μου. Τη λέξη «ουρά» είχα να τη δω ή να την ακούσω χρόνια κι έβλεπα για πρώτη φορά κάτι τέτοιο στον ύπνο μου. Και μάλιστα παρέα με μια άλλη λέξη, που είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. «Λεφτά με ουρά», αυτό έγραφε στο πλακάτ που κρατούσε το όνειρό μου και γέλασα με το πόσο γρήγορα έλυσα το γρίφο. «Νύχτες με ουρά λοιπόν», είπα δυνατά και σηκώθηκα να συνεχίσω το γράψιμο από κει που το άφησα χθες.