ΓιάντεςΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΝέα έκδοση, συμπληρωμένη |
|
Sorry mate, won't work any more.
Μιλάνε οι ντομάτες; Οι γλωσσολόγοι πλέκουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα; Τα ντολμαδάκια είναι έργα τέχνης;
Μια δολοφονία μπορεί να συντελεστεί μέσω ταχυδρομείου;
Γιάντες είναι το παιχνίδι μνήμης που παίζουμε με το διχαλωτό κοκαλάκι του κοτόπουλου. Παίκτες εδώ είναι τα δύο αδέρφια, οι αφηγητές του βιβλίου – η Αθηνά και ο Ηλίας.
Μετά το θάνατο του πατέρα τους, ο Ηλίας γράφει στα αγγλικά μια νουβέλα για την οικογενειακή ιστορία. Ζητά από την Αθηνά να τη μεταφράσει. Εκείνη δέχεται, μόνο που για να αυξηθούν οι σελίδες αποφασίζει να γράψει και τη δική της εκδοχή.
Έχουν μεσολαβήσει δραματικά γεγονότα: ένα έγκλημα, ένα συντριπτικό κάταγμα, ένας χωρισμός.
Γεννιέται ένα βιβλίο «διπλό». Τα υλικά μαγειρικής αφηγούνται τη ζωή της οικογένειας, ενώ η αφηγήτρια θυμάται, ρωτάει, χώνει τη μύτη της παντού. Ανακαλύπτει σκοτεινά μυστικά που αλλάζουν την κοσμοθεωρία της.
Μυθιστόρημα-σταθμός και προκλητική μυθοπλασία, το Γιάντες είναι ένα έργο που υμνήθηκε από την κριτική ως «πολυφωνικό και πολύτροπο», «ευρηματικό και απολαυστικό».
«Επιτέλους ένα έξυπνο, ευρηματικό, πολυπρισματικό, απολαυστικό μυθιστόρημα γραμμένο με μπρίο και μαεστρία».
Σπ. Τσακνιάς, Το Βήμα της Κυριακής
«Το Γιάντες είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου: και χωρίς αμφιβολία ένα από τα καλύτερα των τελευταίων ετών».
Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία
«Εξαιρετικό».
Ε. Κοτζιά, Η Καθημερινή της Κυριακής
«Το Γιάντες είναι κιόλας μια μεγάλη συνεισφορά στην ελληνική λογοτεχνία, στη λογοτεχνία γενικά, στην απόλαυση των κειμένων, στην περιπέτεια του homo ludens».
Σ. Τριανταφύλλου, Διαβάζω
«Η οξυδέρκεια συνδυάζεται με την ικανότητα να συγκινεί, κάτι που αποτελεί τεκμήριο μιας ωριμότητας βιοτικής και μιας πρόωρης σοφίας της ζωής».
Β. Αθανασόπουλος
(από το σκεπτικό βράβευσης του περιοδικού Διαβάζω)
«Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα πολύ μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο».
Χρ. Παπαγεωργίου, Η Κυριακάτικη Αυγή
«Ένα ογκώδες, πολυφωνικό και πολύτροπο μυθιστόρημα που αξιώνει την προσοχή μας».
Μ. Φάις
(από το σκεπτικό βράβευσης του περιοδικού Διαβάζω)