ΣπαράγματαΝουβέλεςΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΠίνακας εξωφύλλου: Francisco de Zurbarán, «Saint Seration», 1628 - Μακέτα: Γιάννης Λεκκός |
|
Sorry mate, won't work any more.
Τα τέσσερα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο διαβάζονται ως ολότητα και ασκούν τη γοητεία του ακούσια ερειπωμένου κι όχι του ατελούς ή ημιτελούς, παραπέμποντας στις ομόρριζες με τον τίτλο λέξεις σπαράζω, σπαραχτικός.
Τα Σπαράγματα εκδόθηκαν το 1973, ενώ η Τατιάνα Μιλλιέξ βρισκόταν έξω απ' την Ελλάδα, εξορισμένη κι ανεπιθύμητη απ' τη χούντα που κυβερνούσε τη χώρα. Μέσ' απ' την επαναφορά έμμονων, οδυνηρών εικόνων απ' το παρελθόν, καθορίζεται ως επανάληψη το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου. Καθώς κυριαρχεί μια αίσθηση ψυχικής ξηρότητας, οι ζωτικοί χυμοί έρχονται μόνο μεσ' απ' τη γλώσσα και η Μιλλιέξ, με το έσχατο πάθος του απελπισμένου, στραγγίζει αυτή τη δυνατότητα. Τα κείμενα υποβάλλουν μια στάση παγερής, εφιαλτικής ακινησίας:
— Το γράμμα στη νεκρή μητέρα δηλώνει την αμετάκλητη διπλή Απουσία όχι μόνο της νεκρής, αλλά και της κόρης που γράφει αντί να παραστέκεται.
— Το προφητικό κείμενο με τον τίτλο «Οκτώβρης 1963», γραμμένο δέκα χρόνια πριν, προωθεί με απίστευτη παραλληλότητα την ιδέα της εξορίας ως ανθρώπινης μοίρας. Ο άνθρωπος νιώθει παντού και από πάντα εξόριστος, διεκπεραιώνοντας τη συντριπτική του μοναχικότητα.
— «Οι καταραμένοι», μέλος ενός άρτιου κάποτε σώματος-μυθιστορήματος που κατασπαράχθηκε βάναυσα, πονεί κι αιμορραγεί σωματικά εκεί στην ξενιτιά. Το διαχρονικά πολιτικό αυτό απόσπασμα δίνει το στίγμα της κατάρας αυτού του τόπου. Όλο εκείνο το τραχύ υλικό των ανεπούλωτων τραυμάτων της Ελλάδας, υποταγμένο στον ελλειπτικό λυρισμό της Μιλλιέξ, μαρτυράει για την απώλεια ενός αυθεντικού, πολύτιμου, πολιτικού βιβλίου.
— Και το τελευταίο κείμενο είναι γραμμμένο το 1973, στην Τζένοβα, με τον τίτλο «Παραλλαγές πάνω σε μια έμμονη ιδέα», τότε που το καθετί μετατρεπόταν σε Απουσία και οιμωγή. Εφιάλτης και τρέλα της εξορίας, με το διαλυτικό φόβο της απώλειας της μνήμης και προπάντων το φόβο της απώλειας της γλώσσας.
Στα προλογικά σημειώματα και την προμετωπίδα μπλεγμένες οι φωνές του Δ. Δεσποτίδη, του Σινόπουλου και του Σεφέρη, που σήμαιναν κάτι απέραντα ζωτικό: την ελπίδα.